Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξελασπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξελασπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛlasˈpɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξελασπώνω (καθαρίζω):

ξελασπώνω

2. ξελασπώνω (βοηθώ):

ξελασπώνω κάποιον

II . ξελασπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛlasˈpɔnɔ] VERB αμετάβ (βγαίνω από δύσκολη θέση)

ξελασπώνω

Παραδειγματικές φράσεις με ξελασπώνω

ξελασπώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский