Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξελάφρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξελάφρωμα

ξελάφρωμα s. ξαλάφρωμα

Βλέπε και: ξαλάφρωμα

ξαλάφρωμα [ksaˈlafrɔma], ξελάφρωμα [ksɛˈlafrɔma] SUBST ουδ

ξαλάφρωμα [ksaˈlafrɔma], ξελάφρωμα [ksɛˈlafrɔma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский