Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεβράκωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεβράκωτ|ος <-η, -ο> [ksɛˈvrakɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ξεβράκωτος (χωρίς βρακί):

ξεβράκωτος

2. ξεβράκωτος (γυμνός):

ξεβράκωτος

3. ξεβράκωτος μτφ (πάμφτωχος):

ξεβράκωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский