Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεβιδώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεβιδώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛviˈðɔnɔ] VERB μεταβ

ξεβιδώνω

II . ξεβιδώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский