Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξαφνιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξαφνιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksafˈɲazɔ] VERB μεταβ

ξαφνιάζω

II . ξαφνιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский