Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξάστερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξάστερ|ος <-η, -ο> [ˈksastɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. ξάστερος (αίθριος, διαυγής, σαφής):

ξάστερος

2. ξάστερος (τη νύχτα):

ξάστερος

3. ξάστερος μτφ (ειλικρινής):

ξάστερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский