Ελληνικά » Γερμανικά

I . νικ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [niˈkɔ] VERB μεταβ

1. νικώ (κάποιον):

νικώ

2. νικώ (σε παιχνίδι):

νικώ

3. νικώ (υπερνικώ):

νικώ

II . νικ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [niˈkɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский