Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μωλωπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μωλωπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɔlɔˈpizɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με μωλωπίζω

μωλωπίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский