Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπόλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπόλι [ˈbɔli] SUBST ουδ

1. μπόλι ΙΑΤΡ (ουσία):

μπόλι
Impfstoff αρσ

2. μπόλι (εμβολιασμός):

μπόλι
Impfung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский