Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπολιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπολιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [bɔˈʎazɔ] VERB μεταβ

1. μπολιάζω ΙΑΤΡ:

μπολιάζω

2. μπολιάζω ΒΟΤ:

μπολιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский