Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μποϊκοτάζ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μποϊκοτάζ [bɔikɔˈtaz] SUBST ουδ αμετάβλ

μποϊκοτάζ
Boykott αρσ
κάνω μποϊκοτάζ σε κάτι
οικονομικό μποϊκοτάζ

Παραδειγματικές φράσεις με μποϊκοτάζ

οικονομικό μποϊκοτάζ
κάνω μποϊκοτάζ σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский