Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μποέμ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μποέμ [bɔˈɛm] SUBST αρσ αμετάβλ

1. μποέμ:

μποέμ
sorgloser Mensch αρσ

2. μποέμ (ειδικά καλλιτέχνης):

μποέμ
Bohemien αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский