Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μποσκάρω μποσικάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μποσ(ι)κάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [bɔs(i)ˈkarɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский