Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπεμπέκα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπεμπέκα [bɛˈbɛka] SUBST θηλ

1. μπεμπέκα (μπέμπα):

μπεμπέκα
Baby ουδ

2. μπεμπέκα (χαϊδευτική προσφώνηση):

μπεμπέκα
Liebling αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский