Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαγιατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπαγιατ|εύω <-εψα> [bajaˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. μπαγιατεύω (φρούτα):

μπαγιατεύω

2. μπαγιατεύω (ψωμί):

μπαγιατεύω

3. μπαγιατεύω (ποτό):

μπαγιατεύω

4. μπαγιατεύω μτφ (παλιώνω):

μπαγιατεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский