Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαγιάτικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπαγιάτικ|ος <-η, -ο> [baˈjatikɔs] ΕΠΊΘ

1. μπαγιάτικος (φρούτα):

μπαγιάτικος

2. μπαγιάτικος (ψωμί):

μπαγιάτικος

3. μπαγιάτικος (ποτό):

μπαγιάτικος

4. μπαγιάτικος μτφ (παλιός):

μπαγιάτικος
alt

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский