Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονοιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μονοιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɔˈɲazɔ] VERB μεταβ (συμφιλιώνω)

μονοιάζω

II . μονοιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɔˈɲazɔ] VERB αμετάβ (συμφιλιώνομαι)

μονοιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский