Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μνηστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μνηστ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [mnisˈtɛvɔ] VERB μεταβ

μνηστεύω

II . μνηστεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский