Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταναστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταναστ|εύω <-εψα> [mɛtanasˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. μεταναστεύω (εγκαταλείπω χώρα):

μεταναστεύω

2. μεταναστεύω (εγκαθίσταμαι σε χώρα):

μεταναστεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский