Ελληνικά » Γερμανικά

μετανάστευσ|η <-εις> [mɛtaˈnastɛsfsi] SUBST θηλ

1. μετανάστευση (εγκατάλειψη χώρας ή περιοχής):

μετανάστευση
Auswanderung θηλ
μετανάστευση
Emigration θηλ
αγροτική μετανάστευση
Landflucht θηλ
εσωτερική μετανάστευση
εποχική μετανάστευση ΟΙΚΟΝ

2. μετανάστευση (εγκατάσταση σε χώρα ή περιοχή):

μετανάστευση
Einwanderung θηλ
μετανάστευση
Immigration θηλ
εσωτερική μετανάστευση

ιδιωτισμοί:

μετανάστευση ιόντων
κυτταρική μετανάστευση
Zellwanderung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μετανάστευση

αγροτική μετανάστευση
Landflucht θηλ
εσωτερική μετανάστευση
εποχική μετανάστευση ΟΙΚΟΝ
μετανάστευση ιόντων
κυτταρική μετανάστευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский