Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσιτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσιτικ|ός <-ή, -ό> [mɛsitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μεσιτικός (γενικά):

μεσιτικός
Vermittlungs-

2. μεσιτικός (του επαγγελματία μεσίτη):

μεσιτικός
Makler-
Maklerbüro ουδ
Maklervertrag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский