Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσεγγυητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσεγγυητής (μεσεγγυήτρια) [mɛsɛɲɟiiˈtis, mɛsɛɲɟiˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μεσεγγυητής (μεσεγγυήτρια)
Sequester αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский