Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσάτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσάτ|ος <-η, -ο> [mɛˈsatɔs] ΕΠΊΘ

1. μεσάτος (άνθρωπος):

μεσάτος

2. μεσάτος (ρούχο):

μεσάτος

3. μεσάτος (μισογεμάτος):

μεσάτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский