Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεγάλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεγάλωμα [mɛˈɣalɔma] SUBST ουδ

1. μεγάλωμα (μεγέθυνση):

μεγάλωμα

2. μεγάλωμα (ανατροφή):

μεγάλωμα
Großziehen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский