Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεγαλύτερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεγαλύτερ|ος <-η, -ο> [mɛɣaˈlitɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. μεγαλύτερος (σε μέγεθος):

μεγαλύτερος

2. μεγαλύτερος (σε ηλικία):

μεγαλύτερος

Παραδειγματικές φράσεις με μεγαλύτερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский