Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ματεριαλιστής , ματεριαλιστικός και ματεριαλισμός

ματεριαλιστής (ματεριαλίστρια) [matɛrialisˈtis, matɛriaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ματεριαλιστής (ματεριαλίστρια)
Materialist(in) αρσ (θηλ)

ματεριαλιστικ|ός <-ή, -ό> [matɛrialistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ματεριαλισμός [matɛrializˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский