Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ματιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ματιά|ζω <-σα [ή -ξα], -στηκα, -σμένος> [maˈtçazɔ] VERB μεταβ

1. ματιάζω (ρίχνω τη ματιά κάπου):

ματιάζω κάτι

2. ματιάζω (βασκαίνω με το βλέμμα):

ματιάζω

Παραδειγματικές φράσεις με ματιάζω

ματιάζω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский