Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μασουλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μασουλ|ώ <-άς, -ησα> [masuˈlɔ], μασουλί|ζω [masuˈlizɔ] <-σα> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский