Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μασέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μασέλα [maˈsɛla] SUBST θηλ

1. μασέλα (σαγόνι):

μασέλα
Kiefer αρσ

2. μασέλα (δόντια, και τεχνητά):

μασέλα
Gebiss ουδ
φοράει μασέλα

Παραδειγματικές φράσεις με μασέλα

φοράει μασέλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский