Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαρτυρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαρτυρικ|ός <-ή, -ό> [martiriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μαρτυρικός (σχετικός με το μάρτυρα):

μαρτυρικός
Zeugen-
Zeugenaussage θηλ

2. μαρτυρικός (βασανιστικός):

μαρτυρικός

Παραδειγματικές φράσεις με μαρτυρικός

μαρτυρικός θάνατος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский