Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακροχρόνια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακροχρόνια διαμονή
μακροχρόνια ανεργία
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „μακροχρόνια“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

μακροχρόνια μελέτη θηλ
μακροχρόνια έχθρα θηλ
μακροχρόνια άνεργος αρσ (μακροχρόνια άνεργη) θηλ
μακροχρόνια ανεργία θηλ
με μακροχρόνια πείρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский