Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακρύνω

μακρύνω s. μακραίνω

Βλέπε και: μακραίνω

I . μακρ|αίνω <-υνα, -ύνθηκα, -υσμένος> [maˈkrɛnɔ] VERB μεταβ (επιμηκύνω, παρατείνω)

II . μακρ|αίνω <-υνα, -ύνθηκα, -υσμένος> [maˈkrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. μακραίνω (παίρνω μάκρος):

2. μακραίνω (παρατείνομαι):

3. μακραίνω (απομακρύνομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский