Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαγειρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαγειρικ|ός <-ή, -ό> [majiriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μαγειρικός (σχετικός με το μαγείρεμα):

μαγειρικός
Koch-
Kochsalz ουδ
Kochgeschirr ουδ ενικ

2. μαγειρικός (σχετικός με τη μαγειρική):

μαγειρικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский