Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λογιότατος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λογιότατ|ος (-η) [lɔjiˈɔtat|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

λογιότατος (-η)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский