Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λειτουργικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λειτουργικ|ός <-ή, -ό> [liturjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. λειτουργικός ΘΡΗΣΚ:

λειτουργικός
liturgisch, Gottesdienst-

3. λειτουργικός ΟΙΚΟΝ:

λειτουργικός
Betriebs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский