Ελληνικά » Γερμανικά

κόφτης

κόφτης s. κόπτης

Βλέπε και: κόπτης

κόφτης συρμάτων SUBST

Καταχώριση χρήστη
κόφτης συρμάτων αρσ ΤΕΧΝΟΛ
Drahtschere θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский