Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοφτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοφτ|ός <-ή, -ό> [kɔfˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. κοφτός (κομμένος):

κοφτός

2. κοφτός (απάντηση, λόγος):

κοφτός

3. κοφτός (γκρεμός):

κοφτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский