Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόρδωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόρδωμα [ˈkɔrðɔma] SUBST ουδ

1. κόρδωμα (τέντωμα):

κόρδωμα
Anspannen ουδ

2. κόρδωμα (έπαρση):

κόρδωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский