Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορδόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορδόνι [kɔrˈðɔni] SUBST ουδ

1. κορδόνι (γενικά):

κορδόνι
Schnur θηλ

2. κορδόνι (παπουτσιού):

κορδόνι
Schnürsenkel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κορδόνι

πυραγωγό κορδόνι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский