Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόμη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόμη [ˈkɔmi] SUBST θηλ

1. κόμη (μαλλιά):

κόμη
Haar ουδ

2. κόμη:

κόμη ΑΣΤΡΟΝ, ΗΛΕΚ
Koma θηλ

3. κόμη (φύλλωμα δέντρου):

κόμη
Baumkrone θηλ

Κόμη [ˈkɔmi] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κόμη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский