Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κολυμπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κολυμπ|ώ <-άς, -ησα> [kɔlimˈbɔ] VERB αμετάβ

κολυμπώ
κολυμπώ στο χρήμα
κολυμπώ στον ιδρώτα

Παραδειγματικές φράσεις με κολυμπώ

κολυμπώ στον ιδρώτα
κολυμπώ στο χρυσάφι
κολυμπώ στα λεφτά
κολυμπώ στο χρήμα
κολυμπώ σαν δελφίνι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский