Ελληνικά » Γερμανικά

κόλλα [ˈkɔla] SUBST θηλ

1. κόλλα (ουσία):

κόλλα
Klebstoff αρσ
κόλλα για χαρτί
Papierkleber αρσ
κόλλα στικ
Klebestift αρσ
φυτική κόλλα
Pflanzenleim αρσ

2. κόλλα (φύλλο χαρτιού):

κόλλα
Blatt ουδ
κόλλα
Bogen αρσ (Papier)

3. κόλλα (κολλαρίσματος):

κόλλα
Stärke θηλ

άρπα-κόλλα [ˈarpa ˈkɔla] ΕΠΊΡΡ

Παραδειγματικές φράσεις με κόλλα

στικ κόλλα
Klebestift αρσ
κόλλα στικ
Klebestift αρσ
φυτική κόλλα
κόλλα το (χέρι)!
κόλλα για χαρτί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский