Ελληνικά » Γερμανικά

κυτταρικ|ός <-ή, -ό> [citariˈkɔs] ΕΠΊΘ

κυτταρικός σχηματισμός SUBST

Καταχώριση χρήστη
κυτταρικός σχηματισμός
Zellbildung, -erneuerung

κυτταρικός σχηματισμός SUBST

Καταχώριση χρήστη
κυτταρικός σχηματισμός
Zellbildung, -erneuerung

Παραδειγματικές φράσεις με κυτταρικός

κυτταρικός πυρήνας
Zellkern αρσ
κυτταρικός κύκλος
Zellzyklus αρσ
κυτταρικός μεταβολισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский