Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυβερνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυβερν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [civɛrˈnɔ] VERB μεταβ

1. κυβερνώ ΠΟΛΙΤ:

κυβερνώ

2. κυβερνώ μτφ (ρυθμίζω αποφασιστικά):

κυβερνώ ΝΑΥΣ, ΑΕΡΟ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский