Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρεπάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρεπάρ|ω <-α [ή -ισα] > [krɛˈparɔ] VERB αμετάβ οικ

κρεπάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский