Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρέπι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρέπι [ˈkrɛpi] SUBST ουδ

1. κρέπι (ύφασμα):

κρέπι
Krepp αρσ

2. κρέπι (είδος καουτσούκ):

κρέπι
Kreppgummi αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский