Ελληνικά » Γερμανικά

κρατούμενο [kraˈtumɛnɔ] SUBST ουδ ΜΑΘ

κρατούμεν|ος (-η) [kraˈtumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κρατηρολίμνη [kratirɔˈlimni] SUBST θηλ

κρατούντες [kraˈtundɛs] SUBST αρσ πλ

die Regierenden αρσ πλ

ηγουμένη [iɣuˈmɛni], ηγουμένισσα [iɣuˈmɛnisa] SUBST θηλ

οικουμένη [ikuˈmɛni] SUBST θηλ

ομιλουμένη [ɔmiluˈmɛni] SUBST θηλ

ανδροκρατούμεν|ος <-η, -ο> [anðrɔkraˈtumɛnɔs] ΕΠΊΘ

κρατισμός αρσ ΠΟΛΙΤ
Etatismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский