Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κουμπούρα , κουμπαριά , κουμπαράς και κουμπάρος

κουμπαρ|άς <-άδες> [kumbaˈras] SUBST αρσ

κουμπαριά [kumbaˈri̯a] SUBST θηλ

κουμπούρα [kumˈbura] SUBST θηλ

1. κουμπούρα (πιστόλι):

Pistole θηλ

2. κουμπούρα (μαθητής):

Schlafmütze θηλ

κουμπάρ|ος (-α) [kumˈbar|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. κουμπάρος (παράνυμφος):

Trauzeuge αρσ (Trauzeugin) θηλ

2. κουμπάρος (ανάδοχος):

Pate αρσ (Patin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский