Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουλάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουλάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [kuˈlarɔ] VERB μεταβ (καθησυχάζω)

κουλάρω

II . κουλάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [kuˈlarɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ήσυχος)

κουλάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский