Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοκορεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοκορεύ|ομαι <-τηκα> [kɔkɔˈrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

κοκορεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский